Ο τόμος αυτός αποτελεί επιλογή εισηγήσεων που έγιναν κατά τη διάρκεια των εργασιών του Ε’ Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (ΕΕΠΕ) και του Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα («Η δικτατορία, 30 χρόνια μετά: καθεστώς, καταβολές, επιπτώσεις») το Δεκέμβριο του 1997. Η συστηματική διερεύνηση της περιόδου αυτής της νεότερης ελληνικής ιστορίας έχει τόσο θεωρητικές-συγκριτικές όσο και συγχρονικές στοχεύσεις. Οι πρώτες αφορούν την όσο το
δυνατόν επαρκέστερη κατανόηση των πηγών και της φύσης του ελληνικού αυταρχικού καθεστώτος της περιόδου 1967-74, και της ένταξής του στη μελέτη του φαινομένου διεθνώς. Αν και με καθυστέρηση, η ελληνική πολιτική επιστήμη ανέλαβε με τον τόμο αυτό τις σημαντικές ευθύνες που της αναλογούν στη συγκριτική αποτίμηση της ελληνικής εμπειρίας. Όμως η προσπάθεια για κατανόηση του χαρακτήρα και των επιπτώσεων της δικτατορίας φιλοδοξεί επίσης να δημιουργήσει προβληματισμό που θα συμβάλλει στην υπέρβαση των περιοχών δημοκρατικής ελλειμματικότητας που εξακολουθούν να επηρεάζουν αρνητικά το πολιτικό σύστημα. Σε μια περίοδο που εντεινόμενα φαινόμενα κρίσης τείνουν να απειλούν παγιωμένες δημοκρατικές λειτουργίες, η θεωρητικά ενσυνείδητη διερεύνηση του αυταρχισμού καθίσταται, έτσι, εξαιρετικά επίκαιρη.
Το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου επιβλήθηκε σε μια στιγμή όξυνσης των διεθνών ψυχροπολεμικών αντιπαραθέσεων. Τα τέλη της δεκαετίας του 1960-αρχές της δεκαετίας του 1970 είναι η εποχή του Βιετνάμ, του Τσε Γκεβάρα, και των φοιτητικών εξεγέρσεων. Όμως, ενώ θεωρούμενη απο τη σκοπιά των κινηματικών κύκλων διαμαρτυρίας, η περίοδος αυτή σηματοδοτεί το ενδεχόμενο μιας βαθμιαίας ανατροπής των γεωπολιτικών ισορροπιών εις βάρος του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, στο επίπεδο των συγχρονικών καθεστωτικών αλλαγών, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάδυση μιας ποιοτικά νέας μορφής αυταρχισμού, του Γραφειοκρατικού Αυταρχισμού .
Το ερώτημα του αν και κατά πόσο το ελληνικό καθεστώς μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιότυπη νοτιευρωπαϊκή εκδοχή ΓΑ καθεστώτος απορρέει, έτσι, τόσο απο τη χρονική συγκυρία της επιβολής του, όσο και απο το ότι σημαντικό μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας τείνει να προσλαμβάνει την ελληνική περίπτωση ακριβώς μέσα απο αυτό το αναλυτικό πρίσμα. Είναι βέβαια σκόπιμο να αναρωτηθεί κανείς μήπως θα ήταν θεωρητικά προσφορότερο ελληνική περίπτωση να προσεγγιστεί εντός ενός νοτιοευρωπαϊκού συγκριτικού πλαισίου. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν μεθοδολογικά ή πραγματολογικά άτοπο (η βιβλιογραφία επισημαίνει πολύπλευρους κοινωνικοοικονομικούς, πολιτικο-θεσμικούς, και πολιτισμικούς παραλληλισμούς ανάμεσα στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης, ειδικά στη μακρά διάρκεια, ενώ η χρονική συγκυρία κατάλυσης των δικτατορικών καθεστώτων στην Πορτογαλία και την Ισπανία δημιουργεί εύλογους συνειρμούς), όμως τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη συγκριτική διερεύνηση των πηγών και της φύσης του δικατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου, η υιοθέτηση ενός αναλυτικού καμβά με κυρίαρχες τις αναφορές του υποδείγματος του Γραφειοκρατικού Αυταρχισμού δημιουργεί περισσότερες προϋποθέσεις για τη διατύπωση θεωρητικά κρίσιμων ερωτημάτων. Στο Εισαγωγικό κεφάλαιο το υπόδειγμα αυτό –καθώς και η συνάφειά του με την ελληνική περίπτωση- αναλύονται εκτενώς.

Ο τόμος περιλαμβάνει ενότητες για τον ιδεολογικό λόγο και τις πολιτικές πρακτικές του καθεστώτος, για την αντίσταση που επιδείχθηκε εναντίον του, καθώς και για το ρόλο του «ξένου παράγοντα». Τμήματα του τόμου χρησιμοποιήθηκαν με αποτελεσματικότητα ως βοήθημα στο σχετικό μάθημα που παραδίδω («Αλλαγές Καθεστώτων: Νότια Ευρώπη, Λατινική Αμερική»), ενώ θεωρώ ότι η ποιότητα των κειμένων που ο τόμος περιέχει τον καθιστούν απαραίτητο σημείο αναφοράς για μελλοντικές μελέτες πάνω στη φύση του Απριλιανού δικτατορικού καθεστώτος.